ωσανει

ωσανει
    ὡσανεί
    ὡσ-ᾰν-εί
    тж. ὡς ἂν εἰ conj. как будто, как (если) бы, словно Arst., Polyb., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ωσανει" в других словарях:

  • ὡσανεί — as if indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωσανεί — και ὡς ἂν εἰ, Α επίρρ. ωσάν, σαν («μὴ βλέπειν..., ἀλλ ὡσανεὶ βλέπειν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ὡσανείπερ — ὡσανεί , ὡσανεί as if indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BONASUS sive BONACUS — BONASUS, sive BONACUS Βονασὸς vel Βόναςςος Graecis, Paeonibus Μονωπὸς vel Μόναπος; melius Βονακὸς Salmafio, quasi Βούνακος vel Βοόνακος, quod corium bovis habeat com pilis; Animal Paeoniae peculiare, his verbis describitur Solino c. 40. In his… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JANUARIUS Mensis — a Iano dictus. Censorin. l. de Die Nat. c. 22. Ianuarius a Iano, cui attributus est, nomen traxit. Suaves autem sunt Graeci, qui sic dictum volunt qu. Α᾿ιωνάριον Suid. Αἰωνάριος, ὁ Ι᾿ανουάριος μὲν οῦτω Λογγίνος αὐτὸν ἑρμηνεῦσαι βιάζεται, ὡσανεὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εργαλείο — το (AM ἐργαλεῑον Α και ιων. τ. ἐργαλήιον) όργανο το οποίο χειρίζεται κανείς για την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας. νεοελλ. 1. απαραίτητο μέσο για μελέτη, σπουδή κ.λπ. («τα εργαλεία τής μελέτης, τής ειδικότητας») 2. το πέος μσν. πολεμική… …   Dictionary of Greek

  • νυσσηίτας — νυσσηΐτας, ὁ (Α) (αμφβλ. ανάγν.) (στους πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νύσσα (Ι) + κατάλ. ηΐτᾱς (πρβλ. το χωρίο από τα Θεολογούμενα Αριθμητικής: «καὶ νυσσηΐταν [αὐτὴν ἐπωνόμαζον] ἀπὸ τοῡ ἐπὶ νύσσαν καὶ ὡσανεὶ τέρμα… …   Dictionary of Greek

  • πασσαλείον — αττ. τ. πατταλεῑον, τὸ, Α [πασσαλεύω] (υποκορ. τού πάσσαλος) 1. πασσαλίσκος 2. μτφ. κίνητρο («πάσης κακίας ὡσανεὶ πασσαλεῑόν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»